επαμέριος

επαμέριος
ἐπαμέριος, -ον (Α)
βλ. επάμερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επάμερος — ἐπάμερος, ον και ἐπαμέριος, ον (Α) δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος πρόσκαιρος («ἐπάμεροι τί δέ τις; τί δ οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. τού ημέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”